ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
μονογραφία
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
名詞
編集
μονογραφία
女性
(monografía) (
複数
:
μονογραφίες
(
monografíes
)
)
(
科学
)
モノグラフ
。
μονογραφία
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
μονογραφία
μονογραφίες
属格
(
γενική
)
μονογραφίας
μονογραφιών
対格
(
αιτιατική
)
μονογραφία
μονογραφίες
呼格
(
κλητική
)
μονογραφία
μονογραφίες