ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
μπάλλος
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
発音
1.2
名詞
1.2.1
類義語
ギリシア語
編集
発音
編集
IPA
(
?
)
:
/ˈba.lɔs/
名詞
編集
μπάλλος
男性
(bállos) (
複数
:
μπάλλοι
(
bálloi
)
)
舞踏会
。
円舞会
。
μπάλλος
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
μπάλλος
μπάλλοι
属格
(
γενική
)
μπάλλου
μπάλλων
対格
(
αιτιατική
)
μπάλλο
μπάλλους
呼格
(
κλητική
)
μπάλλε
μπάλλοι
類義語
編集
χοροεσπερίδα
(
choroesperída
)