ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
μπαγιονέτα
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
語源
1.2
名詞
1.2.1
類義語
ギリシア語
編集
語源
編集
フランス語
baïonnette
名詞
編集
μπαγιονέτα
女性
(bagionéta) (
複数
:
μπαγιονέτες
(
bagionétes
)
)
(
武器
)
銃剣
。
μπαγιονέτα
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
μπαγιονέτα
μπαγιονέτες
属格
(
γενική
)
μπαγιονέτας
—
対格
(
αιτιατική
)
μπαγιονέτα
μπαγιονέτες
呼格
(
κλητική
)
μπαγιονέτα
μπαγιονέτες
類義語
編集
ξιφολόγχη
女性
(
xifolónchi
)