ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
μπανάνα
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
発音
(
?
)
編集
IPA
:
/ba.'na.na/
名詞
編集
μπανάνα
μπανάνα
女性
バナナ
。
μπανάνα
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
μπανάνα
μπανάνες
属格
(
γενική
)
μπανάνας
μπανανών
対格
(
αιτιατική
)
μπανάνα
μπανάνες
呼格
(
κλητική
)
μπανάνα
μπανάνες