Νύξ も参照。

古典ギリシア語 編集

語源 編集

印欧祖語 *nókʷts

発音(?) 編集

名詞 編集

νύξ (属格 νυκτός) 女性, 第3変化 (núx)

  1. よる
格/数 単数 両数 複数
主格 νύξ

τώ νύκτε

αἱ νύκτες

属格 τῆς νυκτός

τοῖν νυκτοῖν

τῶν νυκτῶν

与格 τῇ νυκτί

τοῖν νυκτοῖν

ταῖς νυξί

対格 τήν νύκτα

τώ νύκτε

τάς νύκτας

呼格 νύξ

νύκτε

νύκτες

諸言語への影響 編集