ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
οξυγόνο
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
発音
(
?
)
編集
IPA
:
/oksiˈɣono/
名詞
編集
οξυγόνο
中性
酸素
οξυγόνο
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
οξυγόνο
οξυγόνα
属格
(
γενική
)
οξυγόνου
οξυγόνων
対格
(
αιτιατική
)
οξυγόνο
οξυγόνα
呼格
(
κλητική
)
οξυγόνο
οξυγόνα