ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
ποιήτρια
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
名詞
編集
ποιήτρια
女性
(poiítria) (
複数
:
ποιήτριες
(
poiítries
)
)男性:
ποιητής
(
poiitís
)
(
芸術家
)
女流
詩人
。
ποιήτρια
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
ποιήτρια
ποιήτριες
属格
(
γενική
)
ποιήτριας
ποιητριών
対格
(
αιτιατική
)
ποιήτρια
ποιήτριες
呼格
(
κλητική
)
ποιήτρια
ποιήτριες
関連語
編集
ποίηση