ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
προξενείο
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
名詞
1.1.1
関連語
1.1.2
参照
ギリシア語
編集
名詞
編集
προξενείο
中性
(proxeneío) (
複数
:
προξενεία
(
proxeneía
)
)
領事館
。
προξενείο
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
προξενείο
προξενεία
属格
(
γενική
)
προξενείου
προξενείων
対格
(
αιτιατική
)
προξενείο
προξενεία
呼格
(
κλητική
)
προξενείο
προξενεία
関連語
編集
πρόξενος
男性, 女性
(
próxenos
)
参照
編集
πρέσβης
男性, 女性
(
présvis
)
πρεσβεία
女性
(
presveía
)