ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
πτώμα
言語
ウォッチリストに追加
編集
πτῶμα
も参照。
目次
1
ギリシア語
1.1
語源
1.2
名詞
1.2.1
類義語
ギリシア語
編集
語源
編集
古典ギリシア語
πτῶμα
名詞
編集
πτώμα
中性
(ptóma) (
複数
:
πτώματα
(
ptómata
)
)
遺体
。
死体
。
死骸
。
πτώμα
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
πτώμα
πτώματα
属格
(
γενική
)
πτώματος
πτωμάτων
対格
(
αιτιατική
)
πτώμα
πτώματα
呼格
(
κλητική
)
πτώμα
πτώματα
類義語
編集
νεκρός
男性
(
nekrós
)
σορός
女性
(
sorós
)
κουφάρι
中性
(
koufári
)
ψοφίμι
中性
(
psofími
)