ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
ρεντγκένιο
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
名詞
編集
ρεντγκένιο
中性
(rentgkénio)不可算
(
元素
)
レントゲニウム
。
ρεντγκένιο
の格変化(単数形のみ)
単数(
ενικός
)
主格
(
ονομαστική
)
ρεντγκένιο
属格
(
γενική
)
ρεντγκενίου
対格
(
αιτιατική
)
ρεντγκένιο
呼格
(
κλητική
)
ρεντγκένιο