ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
ρουκέτα
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
発音
編集
IPA
(
?
)
:
/ɾu.ˈcɛ.ta/
名詞
編集
ρουκέτα
女性
(roukéta) (
複数
:
ρουκέτες
(
roukétes
)
)
ロケット
。
ρουκέτα
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
ρουκέτα
ρουκέτες
属格
(
γενική
)
ρουκέτας
ρουκετών
対格
(
αιτιατική
)
ρουκέτα
ρουκέτες
呼格
(
κλητική
)
ρουκέτα
ρουκέτες