古典ギリシア語 編集

異表記・別形 編集

発音 編集

  • 古典: IPA(?): [zmáraɡdos]
  • コイネー: IPA(?): [zmˈaraɡdo̞s]
  • 初期ビザンツ: IPA(?): [zmˈaraɣðos]

名詞 編集

σμάραγδος (属格 σμαράγδου) 女性, 第2変化 (smáragdos)

  1. (鉱物学) エメラルド
格/数 単数 両数 複数
主格 ἡ σμάραγδος τώ σμαράγδω αἱ σμάραγδοι
属格 τῆς σμαράγδου τοῖν σμαράγδοιν

τῶν σμαράγδων
与格 τῇ σμαράγδῳ τοῖν σμαράγδοιν

ταῖς σμαράγδοις
対格 τήν σμάραγδον τώ σμαράγδω τάς σμαράγδους

呼格 σμάραγδε

σμαράγδω σμάραγδοι

諸言語への影響 編集