ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
συντεταγμένη
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
名詞
編集
συντεταγμένη
女性
(syntetagméni) (
複数
:
συντεταγμένες
(
syntetagménes
)
)
(
数学
)
座標
。
συντεταγμένη
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
συντεταγμένη
συντεταγμένες
属格
(
γενική
)
συντεταγμένης
συντεταγμένων
対格
(
αιτιατική
)
συντεταγμένη
συντεταγμένες
呼格
(
κλητική
)
συντεταγμένη
συντεταγμένες