ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
τέρβιο
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
名詞
編集
τέρβιο
中性
(térvio)不可算
(
元素
,
金属
)
テルビウム
。
τέρβιο
の格変化(単数形のみ)
単数(
ενικός
)
主格
(
ονομαστική
)
τέρβιο
属格
(
γενική
)
τερβίου
対格
(
αιτιατική
)
τέρβιο
呼格
(
κλητική
)
τέρβιο