ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
ταφή
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
名詞
編集
ταφή
女性
(tafí) (
複数
:
ταφές
(
tafés
)
)
埋葬
。
ταφή
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
ταφή
ταφές
属格
(
γενική
)
ταφής
ταφών
対格
(
αιτιατική
)
ταφή
ταφές
呼格
(
κλητική
)
ταφή
ταφές
関連語
編集
τάφος
男性
(
táfos
)