ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
ταφόπλακα
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
名詞
1.1.1
類義語
1.1.2
関連語
ギリシア語
編集
名詞
編集
ταφόπλακα
女性
(tafóplaka) (
複数
:
ταφόπλακες
(
tafóplakes
)
)
墓石
(
はかいし
)
。
ταφόπλακα
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
ταφόπλακα
ταφόπλακες
属格
(
γενική
)
ταφόπλακας
—
対格
(
αιτιατική
)
ταφόπλακα
ταφόπλακες
呼格
(
κλητική
)
ταφόπλακα
ταφόπλακες
類義語
編集
ταφόπετρα
女性
(
tafópetra
)
関連語
編集
τάφος
男性
(
táfos
)