ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
φόρος
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
発音
編集
IPA
(
?
)
:
/ˈfo.ros/
名詞
編集
φόρος
男性
(fóros) (
複数
:
φόροι
(
fóroi
)
)
税
、
税金
。
φόρος
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
φόρος
φόροι
属格
(
γενική
)
φόρου
φόρων
対格
(
αιτιατική
)
φόρο
φόρους
呼格
(
κλητική
)
φόρε
φόροι