ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
χυμός
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
語源
編集
古典ギリシア語
χυμός
(
khumós
)
<
χέω
(
khéō
)
名詞
編集
χυμός
男性
(chymós) (
複数
:
χυμοί
(
chymoí
)
)
(
食品
)
果汁
、
ジュース
。
χυμός
πορτοκαλιού
(オレンジジュース)
χυμός
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
χυμός
χυμοί
属格
(
γενική
)
χυμού
χυμών
対格
(
αιτιατική
)
χυμό
χυμούς
呼格
(
κλητική
)
χυμέ
χυμοί