ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
άρκτος
言語
ウォッチリストに追加
編集
ἄρκτος
および
Ἄρκτος
も参照。
目次
1
ギリシア語
1.1
語源
1.2
名詞
1.2.1
類義語
ギリシア語
編集
語源
編集
古典ギリシア語
ἄρκτος
<
印欧祖語
*h₂ŕ̥tḱos
名詞
編集
άρκτος
女性
(árktos) (
複数
:
άρκτοι
(
árktoi
)
)
(
食肉類
)
熊
(
くま
)
。
άρκτος
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
[[
άρκτος
]]
[[
άρκτοι
]]
属格
(
γενική
)
[[
άρκτου
]]
[[
άρκτων
]]
対格
(
αιτιατική
)
[[
άρκτο
]]
[[
άρκτους
]]
呼格
(
κλητική
)
[[
άρκτο
]]
[[
άρκτοι
]]
類義語
編集
αρκούδα
女性
(
arkoúda
)