ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
έντομο
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
語源
1.2
名詞
1.2.1
関連語
ギリシア語
編集
語源
編集
古典ギリシア語
ἔντομον
(
éntomon
)
名詞
編集
έντομο
中性
(éntomo) (
複数
:
έντομα
(
éntoma
)
)
昆虫
。
έντομο
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
έντομο
έντομα
属格
(
γενική
)
εντόμου
εντόμων
対格
(
αιτιατική
)
έντομο
έντομα
呼格
(
κλητική
)
έντομο
έντομα
関連語
編集
εντομοκτόνο
(
entomoktóno
)
εντομοαπωθητικό
(
entomoapothitikó
)
εντομοφάγο
(
entomofágo
)