ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
αντίδραση
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
発音
1.2
語源
1.3
名詞
1.3.1
関連語
ギリシア語
編集
発音
編集
IPA
(
?
)
:
/anˈdiðɾasi/
語源
編集
αντί-
(
antí-
)
+
δράση
(
drási
)
名詞
編集
αντίδραση
女性
(antídrasi) (
複数
:
αντιδράσεις
(
antidráseis
)
)
(
物理学
,
化学
)
反応
。
αντίδραση
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
αντίδραση
αντιδράσεις
属格
(
γενική
)
αντίδρασης
αντιδράσεως
αντιδράσεων
対格
(
αιτιατική
)
αντίδραση
αντιδράσεις
呼格
(
κλητική
)
αντίδραση
αντιδράσεις
関連語
編集
δράση
女性
(
drási
)
αντιδραστικός
男性
(
antidrastikós
)