ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
δράση
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
名詞
編集
δράση
中性
(drási) (
複数
:
δράσεις
(
dráseis
)
)
行動
、
活動
δράση
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
[[
δράση
]]
[[
δράσεις
]]
属格
(
γενική
)
[[
δράσης
/
δράσεως
]]
[[
δράσεων
]]
対格
(
αιτιατική
)
[[
δράση
]]
[[
δράσεις
]]
呼格
(
κλητική
)
[[
δράση
]]
[[
δράσεις
]]
関連語
編集
αντίδραση
女性
(
antídrasi
)
αντιδραστικός
男性
(
antidrastikós
)