δέντρο
ギリシア語
編集異表記・別形
編集- δένδρο (déndro)
語源
編集中世ギリシア語 δέντρο(ν) < 古典ギリシア語 δένδρον (déndron)
発音
編集名詞
編集δέντρο 中性(déntro) (複数: δέντρα (déntra))
δέντρο の格変化
全体語
編集- δάσος 中性 (dásos)
関連語
編集- άδεντρος (ádentros)
- δεντράκι 中性 (dentráki)
- δεντρί 中性 (dentrí)
- δεντρογαλιά 女性 (dentrogaliá)
- δεντροκαλλιέργεια 女性 (dentrokalliérgeia)
- δεντρολίβανο 中性 (dentrolívano)
- φουσκοδεντριά 女性 (fouskodentriá)