δάσος
ギリシア語
編集語源
編集古典ギリシア語 δάσος (dásos) < δασύς (dasús)
発音
編集名詞
編集δάσος 中性(dásos) (複数: δάση (dási))
δάσος の格変化
部分語
編集- δέντρο 中性 (déntro)
関連語
編集- αγροτοδασική πυρκαγιά 女性 (agrotodasikí pyrkagiá)
- δασάκι 中性 (dasáki)
- δασαρχείο 中性 (dasarcheío)
- δασάρχης 男性 (dasárchis)
- δασικός (dasikós)
- δασόβιος (dasóvios)
- δασοκομία 女性 (dasokomía)
- δασοκομική (dasokomikí)
- δασοκομικός (dasokomikós)
- δασοκόμος 男性 (dasokómos)
- δασολογία 女性 (dasología)
- δασολογικός (dasologikós)
- δασολόγος 男性 (dasológos)
- δασονομία 女性 (dasonomía)
- δασονομικός (dasonomikós)
- δασονόμος 男性 (dasonómos)
- δασοπονία (dasoponía)
- δασοπονικός (dasoponikós)
- δασοπόνος (dasopónos)
- δασοπροστασία (dasoprostasía)
- δασοπυροσβέστης 男性 (dasopyrosvéstis)
- δασοπυροσβεστικός (dasopyrosvestikós)
- δασοπυροσβέστρια 女性 (dasopyrosvéstria)
- δασοσκέπαστος (dasosképastos)
- δασοσκεπής (dasoskepís)
- δασοτέχνης (dasotéchnis)
- δασοτεχνικά (dasotechniká)
- δασοτεχνικός (dasotechnikós)
- δασοτόπι 中性 (dasotópi)
- δασότοπος 男性 (dasótopos)
- δασοφύλακας 男性 (dasofýlakas)
- δασοφυλακείο 中性 (dasofylakeío)
- δασοφυλακή 男性 (dasofylakí)
- δασοφυτεία 中性 (dasofyteía)
- δασόφυτος (dasófytos)
- δασύλλιο 中性 (dasýllio)