ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
εστιατόριο
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
名詞
1.1.1
格変化
1.1.2
同族語
ギリシア語
編集
名詞
編集
εστιατόριο
中性
(estiatório) (
複数
:
εστιατόρια
(
estiatória
)
)
レストラン
。
格変化
編集
εστιατόριο
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
εστιατόριο
εστιατόρια
属格
(
γενική
)
εστιατορίου
εστιατορίων
対格
(
αιτιατική
)
εστιατόριο
εστιατόρια
呼格
(
κλητική
)
εστιατόριο
εστιατόρια
同族語
編集
ταβέρνα
女性
(
tavérna
)
「
タヴェルナ
」
καφενείο
中性
(
kafeneío
)
「
カフェ
」