θείος
θεῖος も参照。
ギリシア語
編集語源1
編集古典ギリシア語 θεῖος (theîos) < 印欧祖語 *dʰē
発音
編集名詞
編集θείος 男性(theíos) (複数: θείοι (theíoi))女性: θεία (theía)
- (家族) おじ。
θείος の格変化
語源2
編集古典ギリシア語 θεῖος (theîos) < θεός (theós)「神」
発音
編集- IPA: [ˈθiɔs]
- 分綴: θεί‧ος
形容詞
編集θείος (theíos) 男性 女性 θεία, 中性 θείο
- 神の。
θείοςの能動形
比較変化
比較級 | 単数 | 複数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
男性 | 女性 | 中性 | 男性 | 女性 | 中性 | |
主格 | θειότερος | θειότερη | θειότερο | θειότεροι | θειότερες | θειότερα |
属格 | θειότερου | θειότερης | θειότερου | θειότερων | θειότερων | θειότερων |
対格 | θειότερο | θειότερη | θειότερο | θειότερους | θειότερες | θειότερα |
呼格 | θειότερε | θειότερη | θειότερο | θειότεροι | θειότερες | θειότερα |
派生語 | 最上級: ο (o) + 比較級定形 (例 "ο θειότερος") | |||||
絶対最上級 | 単数 | 複数 | ||||
男性 | 女性 | 中性 | 男性 | 女性 | 中性 | |
主格 | θειότατος | θειότατη | θειότατο | θειότατοι | θειότατες | θειότατα |
属格 | θειότατου | θειότατης | θειότατου | θειότατων | θειότατων | θειότατων |
対格 | θειότατο | θειότατη | θειότατο | θειότατους | θειότατες | θειότατα |
呼格 | θειότατε | θειότατη | θειότατο | θειότατοι | θειότατες | θειότατα |