ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
θρόμβωση
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
発音
1.2
名詞
1.2.1
関連語
ギリシア語
編集
発音
編集
IPA
(
?
)
:
/ˈθɾoɱvosi/
名詞
編集
θρόμβωση
女性
(thrómvosi) (
複数
:
θρομβώσεις
(
thromvóseis
)
)
(
病気
)
血栓症
。
θρόμβωση
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
θρόμβωση
θρομβώσεις
属格
(
γενική
)
θρόμβωσης
θρομβώσεως
θρομβώσεων
対格
(
αιτιατική
)
θρόμβωση
θρομβώσεις
呼格
(
κλητική
)
θρόμβωση
θρομβώσεις
関連語
編集
θρόμβος
男性
(
thrómvos
)