メインメニューを開く
ホーム
おまかせ表示
付近
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
καιρός
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
発音
編集
IPA
(
?
)
:
/ke.ˈros/
名詞
編集
καιρός
男性
(kairós) (
複数
:
καιροί
(
kairoí
)
)
(
気象
)
天気
、
気候
。
季節
、
時節
。
καιρός
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
καιρός
καιροί
属格
(
γενική
)
καιρού
καιρών
対格
(
αιτιατική
)
καιρό
καιρούς
呼格
(
κλητική
)
καιρέ
καιροί