ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
κατάλογος
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
発音
編集
IPA
(
?
)
:
/kaˈta.lo.ɣos/
分綴: κα‧τά‧λο‧γος
名詞
編集
κατάλογος
男性
(katálogos) (
複数
:
κατάλογοι
(
katálogoi
)
)
表
。
リスト
。
カタログ
。
メニュー
。
κατάλογος
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
κατάλογος
κατάλογοι
属格
(
γενική
)
καταλόγου
καταλόγων
対格
(
αιτιατική
)
κατάλογο
καταλόγους
呼格
(
κλητική
)
κατάλογε
κατάλογοι