λήθη
Λήθη も参照。
ギリシア語 編集
語源 編集
発音 編集
名詞 編集
λήθη 女性(líthi)不可算
- 忘却。
λήθη の格変化(単数形のみ)
類義語 編集
対義語 編集
関連語 編集
- αλησμόνητος (alismónitos)
- άληστος (álistos)
- αλήθεια 女性 (alítheia)
- επιλήσμων (epilísmon)
- ληθαργικός (lithargikós)
- λήθαργος 男性 (líthargos)
- λησμονιά 女性 (lismoniá)
- λησμονάω (lismonáo) / λησμονώ (lismonó)
- λησμοσύνη 女性 (lismosýni)
古典ギリシア語 編集
語源 編集
ギリシア祖語 *lā́tʰā < 印欧祖語 *léh₂dʰeh₂ < *leh₂-
発音 編集
名詞 編集
λήθη (属格 λήθης) 女性, 第1変化 (lḗthē)
- 忘却。
格 / # | Singular(単数) | Dual(双数) | Plural(複数) | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Nom.(主格) | ἡ λήθη hē lḗthē |
τὼ λήθᾱ tṑ lḗthā |
αἱ λῆθαι hai lêthai | ||||||||||
Gen.(属格) | τῆς λήθης tês lḗthēs |
τοῖν λήθαιν toîn lḗthain |
τῶν ληθῶν tôn lēthôn | ||||||||||
Dat.(与格) | τῇ λήθῃ têi lḗthēi |
τοῖν λήθαιν toîn lḗthain |
ταῖς λήθαις taîs lḗthais | ||||||||||
Acc.(対格) | τὴν λήθην tḕn lḗthēn |
τὼ λήθᾱ tṑ lḗthā |
τᾱ̀ς λήθᾱς tā̀s lḗthās | ||||||||||
Voc.(呼格) | λήθη lḗthē |
λήθᾱ lḗthā |
λῆθαι lêthai | ||||||||||
Notes: |
|
類義語 編集
関連語 編集
- ᾰ̓λήθειᾰ 女性 (alḗtheia)
- ἐκληθάνω (eklēthánō)
- ἐκλήθομαι (eklḗthomai)
- ἐπιλήθης (epilḗthēs)
- ἐπίληθος (epílēthos)
- ἐπιλήθω (epilḗthō)
- καταλήθομαι (katalḗthomai)
- λέληθα (lélētha)
- λήθαιος (lḗthaios) / ληθαῖος (lēthaîos)
- ληθάνεμος (lēthánemos)
- ληθάνω (lēthánō)
- ληθαργικός (lēthargikós)
- λήθαργος (lḗthargos)
- ληθεδανός (lēthedanós)
- ληθεδών 女性 (lēthedṓn)
- λήθιος (lḗthios)
- λήθω (lḗthō)
諸言語への影響 編集
- ギリシア語: λήθη (líthi)