ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
μέρα
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
発音
編集
IPA
(
?
)
:
/ˈmera/
分綴: μέ‧ρα
名詞
編集
μέρα
女性
(méra) (
複数
:
μέρες
(
méres
)
)
ημέρα
の異形。
μέρα
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
μέρα
μέρες
属格
(
γενική
)
μέρας
μερών
対格
(
αιτιατική
)
μέρα
μέρες
呼格
(
κλητική
)
μέρα
μέρες