ημέρα
ἡμέρα も参照。
ギリシア語
編集異表記・別形
編集- μέρα (méra)
語源
編集古典ギリシア語 ἡμέρᾱ (hēmérā) < ἦμαρ (êmar) < 印欧祖語 *h₂eh₃mr̥ < *h₂eh₃-
名詞
編集ημέρα 女性(iméra) (複数: ημέρες (iméres))
ημέρα の格変化
対義語
編集- νύχτα (nýchta)
派生語
編集- γενέθλια ημέρα 女性
- μέρα παρά μέρα
- ανήμερα (anímera)
- ανίμερα (anímera)
- Ημέρα Ανακωχής 女性 (Iméra Anakochís)
- ημερήσιος (imerísios)
- ημερίδα 女性 (imerída)
- ημεραργία 女性 (imerargía)
- ημεροδείκτης 男性 (imerodeíktis)
- ημεροδούλι 中性 (imerodoúli)
- ημερολογιακός (imerologiakós, 形容詞)
- ημερολόγιο 男性 (imerológio)
- ημερομίσθιο 中性 (imeromísthio)
- ημερομίσθιος (imeromísthios)
- ημερομηνία 女性 (imerominía)
- ημερομηνία 女性 (imerominía)
- ημερονύκτιο 中性 (imeronýktio)
- ημερονύκτιο 中性 (imeronýktio)
- ημερόβιος (imeróvios)
- καθημερινός (kathimerinós)
- μεσημέρι 中性 (mesiméri)