ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
ομίχλη
言語
ウォッチリストに追加
編集
ὀμίχλη
および
ὁμίχλη
も参照。
目次
1
ギリシア語
1.1
語源
1.2
名詞
1.2.1
同族語
1.2.2
関連語
ギリシア語
編集
語源
編集
古典ギリシア語
ὀμίχλη
<
印欧祖語
*h₃migʰleh₂
名詞
編集
ομίχλη
女性
(omíchli) (
複数
:
ομίχλες
(
omíchles
)
)
(
気象
)
霧
(
きり
)
。
靄
(
もや
)
。
ομίχλη
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
ομίχλη
ομίχλες
属格
(
γενική
)
ομίχλης
ομιχλών
対格
(
αιτιατική
)
ομίχλη
ομίχλες
呼格
(
κλητική
)
ομίχλη
ομίχλες
同族語
編集
νέφος
中性
(
néfos
)
関連語
編集
αιθαλομίχλη
女性
(
aithalomíchli
)