ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
πάγος
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
発音
1.2
名詞
1.2.1
派生語
1.2.2
関連語
ギリシア語
編集
発音
編集
IPA
(
?
)
:
/'pa.gɔs/
分綴: πά‧γος
名詞
編集
πάγος
男性
(págos) (
複数
:
πάγοι
(
págoi
)
)
氷
(
こおり
)
。
πάγος
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
πάγος
πάγοι
属格
(
γενική
)
πάγου
πάγων
対格
(
αιτιατική
)
πάγο
πάγους
呼格
(
κλητική
)
πάγε
πάγοι
派生語
編集
παγόβουνο
παγοδρομία
παγοδρομικός
παγοδρόμιο
παγοδρόμος
παγοθήκη
παγοθραύστης
παγοθραυστικός
παγοκολώνα
παγοκόφτης
,
παγοκόπτης
παγοκρύσταλλος
παγοκύστη
παγοπέδιλο
παγόπληκτος
παγοπληξία
παγοποιία
παγοποιός
παγοπωλείο
παγοπώλης
συμπαγής
関連語
編集
παγάκι
παγερός
παγετός
παγετώδης
παγετώνας
πάγιος
παγιώνω
παγωμάρα
παγωνιά
παγωνιέρα
παγώνω
παγωτό