ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
ρόδο
言語
ウォッチリストに追加
編集
Ρόδο
も参照。
目次
1
ギリシア語
1.1
語源
1.2
名詞
1.2.1
類義語
1.2.2
派生語
1.2.3
参照
ギリシア語
編集
語源
編集
古典ギリシア語
ῥόδον
(
rhódon
)
名詞
編集
ρόδο
中性
(ródo) (
複数
:
ρόδα
(
róda
)
)
(
花
)
薔薇
。
ρόδο
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
ρόδο
ρόδα
属格
(
γενική
)
ρόδου
ρόδων
対格
(
αιτιατική
)
ρόδο
ρόδα
呼格
(
κλητική
)
ρόδο
ρόδα
類義語
編集
τριαντάφυλλο
中性
(
triantáfyllo
)
派生語
編集
ροδόκηπος
男性
(
rodókipos
)
参照
編集
τριανταφυλλιά
女性
(
triantafylliá
)
ρόδα
中性
(
róda
)