ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
σεισμός
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
発音
(
?
)
編集
IPA
:
/sis.'mɔs/
名詞
編集
男性
地震
。
σεισμός
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
σεισμός
σεισμοί
属格
(
γενική
)
σεισμού
σεισμών
対格
(
αιτιατική
)
σεισμό
σεισμούς
呼格
(
κλητική
)
σεισμέ
σεισμοί