σύζυγος
ギリシア語
編集語源
編集古典ギリシア語 σύζυγος (súzugos) < συ(ν) (su(n)) + ζυγός (zugós) < 印欧祖語 *yewg-
名詞
編集σύζυγος 男性(sýzygos) (複数: σύζυγοι (sýzygoi))
σύζυγος の格変化
同族語
編集- άνδρας 男性 (ándras)
- γυναίκα 女性 (gynaíka)
- παντρεμένη 女性 (pantreméni)
- παντρεμένος 男性 (pantreménos)
- ταίρι 中性 (taíri)
- σύντροφος 男性, 女性 (sýntrofos)
- συντρόφισσα 女性 (syntrófissa)
- ζευγάρι 中性 (zevgári)