ギリシア語 編集

発音 編集

名詞 編集

παντρεμένη 女性(pantreméni) (複数: παντρεμένες (pantreménes))男性: παντρεμένος (pantreménos)

  1. (家族) つま配偶者

類義語 編集

分詞 編集

παντρεμένη (pantreméni)

  1. παντρεμένοςの女性単数主格・対格・呼格。