ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
χημεία
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
語源
1.2
名詞
1.2.1
派生語
ギリシア語
編集
語源
編集
古典ギリシア語
χυμεία
(
khumeía
)
<
χύμα
(
khúma
)
<
χυμός
(
khumós
)
<
χέω
(
khéō
)
名詞
編集
χημεία
女性
(chimeía)不可算
化学
。
χημεία
の格変化(単数形のみ)
単数(
ενικός
)
主格
(
ονομαστική
)
χημεία
属格
(
γενική
)
χημείας
対格
(
αιτιατική
)
χημεία
呼格
(
κλητική
)
χημεία
派生語
編集
χημείο
中性
(
chimeío
)
χημικός
男性, 女性
(
chimikós
)
χημική αντίδραση
男性, 女性
(
chimikí antídrasi
)
χημειοθεραπεία
女性
(
chimeiotherapeía
)