• ホーム
  • おまかせ表示
  • 付近
  • ログイン
  • 設定
  • 寄付
  • Wiktionaryについて
  • 免責事項
ウィクショナリー日本語版

ετυμολογία

  • 言語
  • ウォッチリストに追加
  • 編集

目次

  • 1 ギリシア語
    • 1.1 発音(?)
    • 1.2 語源
    • 1.3 名詞
      • 1.3.1 関連語

ギリシア語編集

発音(?)編集

  • IPA: /e.ti.mo.lo.ˈʝi.a/

語源編集

古典ギリシア語 ἔτυμος + λόγος

名詞編集

ετυμολογία 男性

  1. 語源
  2. 語源学
    ετυμολογία の格変化
単数(ενικός) 複数(πληθυντικός)
主格(ονομαστική) ετυμολογία ετυμολογίες
属格(γενική) ετυμολογίας ετυμολογιών
対格(αιτιατική) ετυμολογία ετυμολογίες
呼格(κλητική) ετυμολογία ετυμολογίες

関連語編集

  • ετυμολόγημα
  • ετυμολογικός
  • ετυμολογώ
  • έτυμος
「https://ja.wiktionary.org/w/index.php?title=ετυμολογία&oldid=1408022」から取得
最終更新: 2021年7月22日 (木) 12:14

言語

    • Dansk
    • Ελληνικά
    • English
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • 한국어
    • Malagasy
    • Norsk
    • Polski
    • Português
    • Română
    • Русский
    • Slovenčina
    • Türkçe
    • Українська
    ウィクショナリー日本語版
    • このページの最終更新日時は 2021年7月22日 (木) 12:14 です。
    • コンテンツは、特に記載されていない限り、CC BY-SA 3.0のもとで利用可能です。
    • プライバシー・ポリシー
    • Wiktionaryについて
    • 免責事項
    • 利用規約
    • デスクトップ
    • 開発者
    • 統計
    • Cookieに関する声明