ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
ετυμολογία
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
発音
(?)
1.2
語源
1.3
名詞
1.3.1
関連語
ギリシア語
編集
発音
(
?
)
編集
IPA
:
/e.ti.mo.lo.ˈʝi.a/
語源
編集
古典ギリシア語
ἔτυμος
+
λόγος
名詞
編集
ετυμολογία
男性
語源
語源学
ετυμολογία
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
ετυμολογία
ετυμολογίες
属格
(
γενική
)
ετυμολογίας
ετυμολογιών
対格
(
αιτιατική
)
ετυμολογία
ετυμολογίες
呼格
(
κλητική
)
ετυμολογία
ετυμολογίες
関連語
編集
ετυμολόγημα
ετυμολογικός
ετυμολογώ
έτυμος