メインメニューを開く
ホーム
おまかせ表示
付近
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
ζωή
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
発音
(
?
)
編集
IPA
:
/zo.ˈi/
名詞
編集
ζωή
女性
命
(
いのち
)
、
生命
生活
、
人生
ζωή
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
ζωή
ζωές
属格
(
γενική
)
ζωής
ζωών
対格
(
αιτιατική
)
ζωή
ζωές
呼格
(
κλητική
)
ζωή
ζωές