ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
λόγχη
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
名詞
編集
λόγχη
女性
(lónchi) (
複数
:
λόγχες
(
lónches
)
)
槍
(
やり
)
。
簎
(
やす
)
。
λόγχη
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
λόγχη
λόγχες
属格
(
γενική
)
λόγχης
λογχών
対格
(
αιτιατική
)
λόγχη
λόγχες
呼格
(
κλητική
)
λόγχη
λόγχες
関連語
編集
λογχίζω
(
lonchízo
)
λογχοφόρος
男性
(
lonchofóros
)
ξιφολόγχη
女性
(
xifolónchi
)