σαλάτα
ギリシア語
編集語源
編集ヴェネツィア語 salata からの借用語 < ラテン語 sal「塩」
発音
編集名詞
編集σαλάτα 女性(saláta) (複数: σαλάτες (salátes))
σαλάτα の格変化
派生語
編集- αυγοσαλάτα 女性 (avgosaláta)
- μαρουλοσαλάτα 女性 (maroulosaláta)
- μελιτζανοσαλάτα 女性 (melitzanosaláta)
- ντοματοσαλάτα 女性 (domatosaláta)
- πατατοσαλάτα 女性 (patatosaláta)
- ρεβιθοσαλάτα 女性 (revithosaláta)
- ταραμοσαλάτα 女性 (taramosaláta)
- χωριάτικη σαλάτα 女性 (choriátiki saláta)