ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
φεγγάρι
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
発音
(?)
1.2
語源
1.3
名詞
1.3.1
類義語
1.3.2
派生語
1.3.3
関連語
ギリシア語
編集
発音
(
?
)
編集
IPA
:
/fɛŋ.ˈɡa.ɾi/
SAMPA
:
/fEN."ga.4i/
語源
編集
古典ギリシア語
φέγγος
名詞
編集
φεγγάρι
中性
(天体)
月
(
つき
)
。
月の
光
(
ひかり
)
。
月光
。
(カレンダー)月。
φεγγάρι
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
φεγγάρι
φεγγάρια
属格
(
γενική
)
φεγγαριού
φεγγαριών
対格
(
αιτιατική
)
φεγγάρι
φεγγάρια
呼格
(
κλητική
)
φεγγάρι
φεγγάρια
類義語
編集
σελήνη
φέγγος
派生語
編集
φεγγαράδα
φεγγαράκι
φεγγαριάζομαι
φεγγαριάρης
φεγγάριασμα
φεγγαριασμένος
φεγγαριάτικο
φεγγαριάτικος
φεγγαρίσιος
関連語
編集
φεγγαροβραδιά
φεγγαρογεμισιά
φεγγαροκυρά
φεγγαρόλουστος
φεγγαρομαγουλάτος
φεγγαρομέτωπος
φεγγαροντυμένος
φεγγαροπρόσωπος
φεγγαροστολισμένος
φεγγαροφώτιστος
φεγγαρόφωτο
φεγγαρόφωτος
φεγγαρόλουστος