αρχάγγελος
ギリシア語 編集
語源 編集
- コイネー・ギリシア語 ἀρχάγγελος (arkhángelos)
- 接頭辞 αρχ- + άγγελος
名詞 編集
αρχάγγελος 男性(archángelos) (複数: αρχάγγελοι (archángeloi))
- (キリスト教) 大天使。
αρχάγγελος の格変化
派生語 編集
- αρχαγγελικός (archangelikós)
- αρχαγγέλινος (archangélinos)
関連語 編集
- άγγελος 男性 (ángelos)