ποτάμι
ギリシア語
編集異表記・別形
編集- ποταμός 男性 (potamós)
語源
編集中世ギリシア語 < コイネー < 古典ギリシア語 ποτάμιον (potámion) (ποταμός (potamós) の指小辞)
発音
編集名詞
編集ποτάμι 中性(potámi) (複数: ποτάμια (potámia))
ποτάμι の格変化
派生語
編集- ποταμάκι 中性 (potamáki)
- τα σιγανά ποτάμια να φοβάσαι (ta siganá potámia na fovásai)
- έτρεχε να μη βραχεί κι έπεσε στο ποτάμι (étreche na mi vracheí ki épese sto potámi)
関連語
編集- ακροποταμιά 女性 (akropotamiá)
- σιγανό ποτάμι (siganó potámi)
- με πήρε/παίρνει το ποτάμι (me píre/paírnei to potámi)
- ποτό (potó)