ύδωρ
ὕδωρ も参照。
ギリシア語 編集
語源 編集
古典ギリシア語 ὕδωρ (húdōr) < 印欧祖語 *wódr̥
名詞 編集
ύδωρ 中性(ýdor) (複数: ύδατα (ýdata))
- 水。
ύδωρ の格変化
派生語 編集
- υδαρής (ydarís)
- υδάτινος (ydátinos)
- υδατογραφία 女性 (ydatografía)
- υδατοστεγής (ydatostegís)
- ύδρα 女性 (ýdra)
- υδράργυρος 男性 (ydrárgyros)
- υδραυλική 女性 (ydravlikí)
- υδρία (ydría)
- υδρόβιος (ydróvios)
- υδροφοβία 女性 (ydrofovía)
- υδροχόη 女性 (ydrochói)