ギリシア語 編集

語源1 編集

古典ギリシア語 καρπός

名詞 編集

καρπός 男性(karpós) (複数: καρποί (karpoí))

  1. 果実穀物
関連語 編集

語源2 編集

古典ギリシア語 καρπός

名詞 編集

καρπός 男性(karpós) (複数: καρποί (karpoí))

  1. (解剖学) 手首てくび

古典ギリシア語 編集

発音 編集

  • 古典: IPA(?): [karpós]
  • コイネー: IPA(?): [karpˈo̞s]
  • 初期ビザンツ: IPA(?): [karpˈos]

語源1 編集

印欧祖語 *kerp-

名詞 編集

καρπός (属格 καρποῦ) 男性, 第2変化 (karpós)

  1. 果実穀物農産物収穫物。
  2. 産物子供こども利益
格/数 単数 両数 複数
主格 καρπός

τώ καρπώ

οἱ καρποί

属格 τοῦ καρποῦ

τοῖν καρποῖν

τῶν καρπῶν

与格 τῷ καρπῷ

τοῖν καρποῖν

τοῖς καρποῖς

対格 τόν καρπόν

τώ καρπώ

τούς καρπούς

呼格 καρπέ

καρπώ

καρποί

諸言語への影響 編集

語源2 編集

印欧祖語 *kʷerp-か。

名詞 編集

καρπός (属格 καρποῦ) 男性, 第2変化 (karpós)

  1. (解剖学) 手首てくび
格/数 単数 両数 複数
主格 καρπός

τώ καρπώ

οἱ καρποί

属格 τοῦ καρποῦ

τοῖν καρποῖν

τῶν καρπῶν

与格 τῷ καρπῷ

τοῖν καρποῖν

τοῖς καρποῖς

対格 τόν καρπόν

τώ καρπώ

τούς καρπούς

呼格 καρπέ

καρπώ

καρποί

諸言語への影響 編集