λευκός
ギリシア語
編集語源
編集古典ギリシア語 λευκός (leukós) < 印欧祖語 *lewk-
発音
編集形容詞
編集λευκός (lefkós) 男性 女性 λευκή, 中性 λευκό
λευκόςの能動形
比較変化
比較級 | 単数 | 複数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
男性 | 女性 | 中性 | 男性 | 女性 | 中性 | |
主格 | λευκότερος | λευκότερη | λευκότερο | λευκότεροι | λευκότερες | λευκότερα |
属格 | λευκότερου | λευκότερης | λευκότερου | λευκότερων | λευκότερων | λευκότερων |
対格 | λευκότερο | λευκότερη | λευκότερο | λευκότερους | λευκότερες | λευκότερα |
呼格 | λευκότερε | λευκότερη | λευκότερο | λευκότεροι | λευκότερες | λευκότερα |
派生語 | 最上級: ο (o) + 比較級定形 (例 "ο λευκότερος") | |||||
絶対最上級 | 単数 | 複数 | ||||
男性 | 女性 | 中性 | 男性 | 女性 | 中性 | |
主格 | λευκότατος | λευκότατη | λευκότατο | λευκότατοι | λευκότατες | λευκότατα |
属格 | λευκότατου | λευκότατης | λευκότατου | λευκότατων | λευκότατων | λευκότατων |
対格 | λευκότατο | λευκότατη | λευκότατο | λευκότατους | λευκότατες | λευκότατα |
呼格 | λευκότατε | λευκότατη | λευκότατο | λευκότατοι | λευκότατες | λευκότατα |
類義語
編集- άσπρος (áspros)
対義語
編集- μαύρος (mávros)
派生語
編集- κατάλευκος (katálefkos)
- λευκάζω (lefkázo)
- λευκαίνω (lefkaíno)
- λεύκανση 女性 (léfkansi)
- λευκαντήριο 中性 (lefkantírio)
- λευκαντικός 男性 (lefkantikós)
- λεύκασμα 中性 (léfkasma)
- λεύκη 女性 (léfki)
- λευκο- (lefko-)
- λευκό- (lefkó-)
- λευκό 中性 (lefkó)「white (colour)」
- λευκοδερμία 女性 (lefkodermía)
- λευκοκύτταρο 中性 (lefkokýttaro)
- λευκοπλάστης 男性 (lefkoplástis)
- λευκορωσικός (lefkorosikós)
- λευκοσίδηρος 男性 (lefkosídiros)
- λευκοσιδηρουργείο 中性 (lefkosidirourgeío)
- λευκοσιδηρουργός 男性 (lefkosidirourgós)
- λευκότητα 女性 (lefkótita)
- λευκόχρυσος 男性 (lefkóchrysos)
- λεύκωμα 中性 (léfkoma)
- λευκωματουρία 女性 (lefkomatouría)
- λευκωματούχος (lefkomatoúchos)
- λευκωματώδης (lefkomatódis)
- Λευκωσία 女性 単数 (Lefkosía)
- λευχαιμία 女性 (lefchaimía)
- ολόλευκος (olólefkos)
- πάλλευκος (pállefkos)
名詞
編集λευκός 中性(lefkós) (複数: λευκοί (lefkoí))
- 白人。
λευκός の格変化
古典ギリシア語
編集異表記・別形
編集- 𐀩𐀄𐀏 (re-u-ka) (ミケーネ)
語源
編集発音
編集形容詞
編集λευκός 男性, λευκή 女性, λευκόν 中性; 第1/第2変化; (leukós)
Number | Singular(単数) | Dual(双数) | Plural(複数) | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nom.(主格) | λευκός leukós |
λευκή leukḗ |
λευκόν leukón |
λευκώ leukṓ |
λευκᾱ́ leukā́ |
λευκώ leukṓ |
λευκοί leukoí |
λευκαί leukaí |
λευκᾰ́ leuká | |||||
Gen.(属格) | λευκοῦ leukoû |
λευκῆς leukês |
λευκοῦ leukoû |
λευκοῖν leukoîn |
λευκαῖν leukaîn |
λευκοῖν leukoîn |
λευκῶν leukôn |
λευκῶν leukôn |
λευκῶν leukôn | |||||
Dat.(与格) | λευκῷ leukôi |
λευκῇ leukêi |
λευκῷ leukôi |
λευκοῖν leukoîn |
λευκαῖν leukaîn |
λευκοῖν leukoîn |
λευκοῖς leukoîs |
λευκαῖς leukaîs |
λευκοῖς leukoîs | |||||
Acc.(対格) | λευκόν leukón |
λευκήν leukḗn |
λευκόν leukón |
λευκώ leukṓ |
λευκᾱ́ leukā́ |
λευκώ leukṓ |
λευκούς leukoús |
λευκᾱ́ς leukā́s |
λευκᾰ́ leuká | |||||
Voc.(呼格) | λευκέ leuké |
λευκή leukḗ |
λευκόν leukón |
λευκώ leukṓ |
λευκᾱ́ leukā́ |
λευκώ leukṓ |
λευκοί leukoí |
λευκαί leukaí |
λευκᾰ́ leuká | |||||
Derived forms | 副詞 | 比較級 | 最上級 | |||||||||||
λευκῶς leukôs |
λευκότερος leukóteros |
λευκότᾰτος leukótatos | ||||||||||||
Notes: |
|
類義語
編集- γλαυκός (glaukós)
対義語
編集- (色) μέλᾱς (mélās)
派生語
編集- λευκᾰ́νθεμον (leukánthemon)
- λευκομέλᾱς (leukomélās)
- λεῦκος (leûkos)
- λευκώλενος (leukṓlenos)
- λευκόπτερος (leukópteros)
- Λεῦκος (Leûkos)
- λευκότης (leukótēs)
- λευκόχροος (leukókhroos)
- Λεύκιππος (Leúkippos)
- Λευκοθέᾱ (Leukothéā)
- Λευκᾰ́ς (Leukás)
- λευκόω (leukóō)
- κρόκος λευκός (krókos leukós)
- διάλευκος (diáleukos)
- ξᾰνθόλευκος (xanthóleukos)
諸言語への影響
編集- 英語: leucodermic, leukemia